- βλαβῇς
- βλάπτωdisableaor subj pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάβης — βλάβη harm fem gen sg (attic epic ionic) βλάπτω disable aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
ιχνοβλαβής — ἰχνοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
καταβλαβής — καταβλαβής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος 2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επι βλαβής, προσ βλαβής] … Dictionary of Greek
κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νοοβλαβής — νοοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής, ψυχο βλαβής] … Dictionary of Greek
αβλάβεια — η (Α ἀβλάβεια) [ἀβλαβής] (ρ. με παθ. σημ.) η έλλειψη βλάβης, η ακεραιότητα αρχ. (με ενεργ. σημ.) η μη πρόκληση βλάβης … Dictionary of Greek
αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… … Dictionary of Greek